- οκτάνιο
- το1. χημ. συνοπτική ονομασία δεκαοκτώ άκυκλων οργανικών ενώσεων, κορεσμένων ισομερών μεταξύ τους υδρογονανθράκων, από τους οποίους σημαντικότεροι είναι το κανονικό οκτάνιο ή, απλώς, οκτάνιο και το ισοοκτάνιο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό τού αριθμού οκτανίου τών βενζινών2. φρ. «αριθμός οκτανίου»χημ. δείκτης τής ποιότητας καύσης μιας βενζίνης που καθορίζεται ως το κατ' όγκον ποσοστό ισοοκτανίου σε ένα μίγμα ισοοκτανίου-κανονικού επτανίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. octane (< λατ. octo «οκτώ»). Η λ., στον λόγιο τ. οκτάνιον, μαρτυρείται από το 1884 στον Τηλ. Κομνηνό].
Dictionary of Greek. 2013.