οκτάνιο

οκτάνιο
το
1. χημ. συνοπτική ονομασία δεκαοκτώ άκυκλων οργανικών ενώσεων, κορεσμένων ισομερών μεταξύ τους υδρογονανθράκων, από τους οποίους σημαντικότεροι είναι το κανονικό οκτάνιο ή, απλώς, οκτάνιο και το ισοοκτάνιο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό τού αριθμού οκτανίου τών βενζινών
2. φρ. «αριθμός οκτανίου»
χημ. δείκτης τής ποιότητας καύσης μιας βενζίνης που καθορίζεται ως το κατ' όγκον ποσοστό ισοοκτανίου σε ένα μίγμα ισοοκτανίου-κανονικού επτανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. octane (< λατ. octo «οκτώ»). Η λ., στον λόγιο τ. οκτάνιον, μαρτυρείται από το 1884 στον Τηλ. Κομνηνό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • βενζίνη — Καύσιμο μείγμα υδρογονανθράκων προερχόμενο από το πετρέλαιο ή παραγόμενο συνθετικά. Η σύνθεση της β. ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής της, έτσι ώστε να έχουμε διαφορετικές β. Γενικά, με τον όρο αυτό εννοούνται υγρά μείγματα… …   Dictionary of Greek

  • μεταλδεΰδη — Κυκλικό πολυμερές της ακεταλδεΰδης, με χημικό τύπο C8H16O4 ή (C2H4O)4. Η χημική της ονομασία είναι 2,4,6,8 τετραμέθυλ 1,3,5,7 τετραοξοκυκλο οκτάνιο, ενώ εμπορικά είναι γνωστή και με την ονομασία μέτα. Πρόκειται για λευκή έως άχρωμη στερεή… …   Dictionary of Greek

  • γαζολίνη — Ελαφρότατη βενζίνη, που αποτελείται ουσιαστικά από βουτάνιο, πεντάνιο, εξάνιο, επτάνιο και οκτάνιο. Η γ. παρασκευάζεται με απορρόφηση από μέσα κλάσματα που προέρχονται από την απόσταξη των ορυκτελαίων, όπως για παράδειγμα το γαζόλιο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”